- γλυκασιά
- η1) сладость, сладостное чувство; радость, услада; 2) счастье, счастливое, приятное событие; счастливый случай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκασία — και γλυκασιά, η (AM γλυκασία), [γλυκάζω] η γλυκύτητα νεοελλ. η ευτυχία, το ευχάριστο γεγονός αρχ. τρυφερότητα ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας … Dictionary of Greek